Καρφώνω, με την έννοια του προδίδω, εκ του προ + δίδωμι. Προέρχεται από το γνωστό καρφί, την πρόκα, και χρησιμοποιείται από λαϊκές μορφές, ως φράση της αργκό.

Κανένα μάτι μη μας δει, και μας προκάρουν δηλαδή
και μας βρούνε καμιάν αιτία, και μας πάνε όλους φυλακή
(απόσπασμα τραγουδιού, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified