Μένω με το στόμα ανοιχτό, μένω άναυδος, δεν πιστεύω στ' αυτιά μου, μένω μαλάκας.
Καλά φίλε, είδα χτες την Μαρία βαμμένη, φτιαγμένη, με τα μίνια της και έπαθα πλάκα!
Μπράβο ρε συ, δεν σου το ΄χα να της την πέσεις της δίμετρης Σουηδέζας, έπαθα πλάκα!
Μένω με το στόμα ανοιχτό, μένω άναυδος, δεν πιστεύω στ' αυτιά μου, μένω μαλάκας.
Καλά φίλε, είδα χτες την Μαρία βαμμένη, φτιαγμένη, με τα μίνια της και έπαθα πλάκα!
Μπράβο ρε συ, δεν σου το ΄χα να της την πέσεις της δίμετρης Σουηδέζας, έπαθα πλάκα!
Βλ. και παθαίνω μουνόπλακα, παθαίνω μπακακάο, μένω κάγκελο / καγκελώνω, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω παγωτό, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!