Κλαψουρίζω σαν μυξοπαρθένα, μισοκλαίγομαι, χύνω ανειλικρινή και κροκοδείλια δάκρυα με ιδιοτελή ελατήρια.
Eκ της μουτσούνας (< musone, νοτιοιταλικό, «κάνω γκριμάτσες για να δείξω δυσαρέσκεια») και του κλαίω; Ή μήπως από την μούντζα;
Καμιά σχέση με το Κυπριακό μούτσο που οδηγεί σε άλλους συνειρμούς.
Από το δουπού: Μαλακία. Έξτρα κλύσμα: HODJAS.
- Ολοι αυτοι ξεχυλιζουν απο θυμο οταν ακουνε εναν ΒΟΛΕΜΕΝΟ δημοσιο υπαλληλο να μουτσοκλαιει λεγοντας «πω πω μου εκοψαν 200 ευρω απο τον μισθο μου»....
(εδώ)
- η μικρη παει πολλες φορες μονη της μεσα στο παρκο κ αραζει αλλα οταν θελει να ειναι εξω κ πρπει να τη βαλω μεσα, ακομα μουτσοκλαιει. (εκεί)
- εντυπωση μου οτι οταν καποια μουτζοκλαιει και μουρμουραει γαμους και συναφεις ιστοριες κατα βαθος θελει να χωρισετε
(πουτσοπόλιταν)