Κλαψουρίζω σαν μυξοπαρθένα, μισοκλαίγομαι, χύνω ανειλικρινή και κροκοδείλια δάκρυα με ιδιοτελή ελατήρια.

Eκ της μουτσούνας (< musone, νοτιοιταλικό, «κάνω γκριμάτσες για να δείξω δυσαρέσκεια») και του κλαίω; Ή μήπως από την μούντζα;

Καμιά σχέση με το Κυπριακό μούτσο που οδηγεί σε άλλους συνειρμούς.

Από το δουπού: Μαλακία. Έξτρα κλύσμα: HODJAS.

- Ολοι αυτοι ξεχυλιζουν απο θυμο οταν ακουνε εναν ΒΟΛΕΜΕΝΟ δημοσιο υπαλληλο να μουτσοκλαιει λεγοντας «πω πω μου εκοψαν 200 ευρω απο τον μισθο μου»....
(εδώ)

- η μικρη παει πολλες φορες μονη της μεσα στο παρκο κ αραζει αλλα οταν θελει να ειναι εξω κ πρπει να τη βαλω μεσα, ακομα μουτσοκλαιει. (εκεί)

- εντυπωση μου οτι οταν καποια μουτζοκλαιει και μουρμουραει γαμους και συναφεις ιστοριες κατα βαθος θελει να χωρισετε
(πουτσοπόλιταν)

Βορειοκορεάτες μουτσοκλαίνε εν χορώ στην κηδεία του λαμπρού τους ηγέτη (από Vrastaman, 17/01/12)Πού πήγε το Πονηρόσκυλο??? (από Vrastaman, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified