Λέξη προερχομένη εκ του γραφόντος (δηλαδή εμού), εκ του γαμέω-ω, δηλαδή παντρεύομαι ή ό,τι άλλο έχω κατά νου, με την προσθήκη -ιάρης στο τέλος, το οποίο και προσδίδει την έμφαση ή υπερβολική τάση του ρήματος.

Ο γαμιάρης είναι ο εν έτει 2012 σεξοκάγκουρας, ο επί εικοσιτετραώρου βάσεως ασχολούμενος με γυναικείες υποθέσεις, υπερηφανευόμενος για τις δήθεν κατακτήσεις του καθίσταται περίγελος εις τον περίγυρό του.

Ενίοτε, σαφώς ενοχλητικός, αποτελεί αντικείμενο χλευασμού ακόμη και από το γυναικείο φύλο ως ο σαλιάρης, ο ψευτοκοκορίκος, ακόμη δε και ο μάλαξ.

Προτροπή στους αναγνώστες: Όταν προφέρετε την λέξη ως προσφώνηση σε γνωστό σας, τονίζετε πάντα την παραλήγουσα, επί παραδείγματι: Καλώς τον γα-μννιιιιά-ρη, (βλέπει κανείς την ουσία της λέξεως με την προσθήκη του 'ν', αυτός που νοιάζεται περί των θεμάτων της γαμικής).

  1. Πού ήσουν ρε γαμιάρη;

  2. - Ο Τάσος πρέπει να είναι γερός μπήχτης. - Μπαα, ένας παλιογαμιάρης είναι.

  3. Έλα ρε μάλαξ, μη στέκεσαι στη μέση σαν τον γαμιάρη.

  4. - Τασούλα;! Έμαθα σ' την έπεσε ο Απόστολος. - Τον έστειλα από εκεί που ήρθε, τον γαμιάρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified