Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη προερχομένη εκ του γραφόντος (δηλαδή εμού), εκ του γαμέω-ω, δηλαδή παντρεύομαι ή ό,τι άλλο έχω κατά νου, με την προσθήκη -ιάρης στο τέλος, το οποίο και προσδίδει την έμφαση ή υπερβολική τάση του ρήματος.

Ο γαμιάρης είναι ο εν έτει 2012 σεξοκάγκουρας, ο επί εικοσιτετραώρου βάσεως ασχολούμενος με γυναικείες υποθέσεις, υπερηφανευόμενος για τις δήθεν κατακτήσεις του καθίσταται περίγελος εις τον περίγυρό του.

Ενίοτε, σαφώς ενοχλητικός, αποτελεί αντικείμενο χλευασμού ακόμη και από το γυναικείο φύλο ως ο σαλιάρης, ο ψευτοκοκορίκος, ακόμη δε και ο μάλαξ.

Προτροπή στους αναγνώστες: Όταν προφέρετε την λέξη ως προσφώνηση σε γνωστό σας, τονίζετε πάντα την παραλήγουσα, επί παραδείγματι: Καλώς τον γα-μννιιιιά-ρη, (βλέπει κανείς την ουσία της λέξεως με την προσθήκη του 'ν', αυτός που νοιάζεται περί των θεμάτων της γαμικής).

  1. Πού ήσουν ρε γαμιάρη;

  2. - Ο Τάσος πρέπει να είναι γερός μπήχτης. - Μπαα, ένας παλιογαμιάρης είναι.

  3. Έλα ρε μάλαξ, μη στέκεσαι στη μέση σαν τον γαμιάρη.

  4. - Τασούλα;! Έμαθα σ' την έπεσε ο Απόστολος. - Τον έστειλα από εκεί που ήρθε, τον γαμιάρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως εις την στρατιωτικήν ιδιοδιάλεκτον ίνα τονίσει τον φυγόπονο στρατιώτη όστις ωσάν σαύρα κρύπτεται εις μέρη απίθανα εντός του στρατοπέδου δια να γλιτώσει τυχόν αγγαρεία εκ των ανωτέρων του.

- Καραμήτρο;!! Που σαυρίζεις πάλι;;!

- Αυτός ο Καραμήτρος, τι καλός στρατιώτης που είναι. Καλή σαύρα είναι του λόγου του.

- Εδώ είσαι παλιοσαύρα;

- Αφήστε το σαύρισμα και πιάστε γρήγορα δουλειά στα μαγειρεία.

- Να πας να βρεις αυτή την σαύρα τον Καραμήτρο και να του πεις να τσακιστεί γρήγορα στο διοικητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified