...και κάτι ψιλά, περασμένα.

  1. Η ομάδα έφαγε ήττα στο ενενήντα-φεύγα (=90ό λεπτό και κάτι)

  2. Ρε η Λιλίκα τα έφτιαξε με έναν παππού πενήντα φεύγα (=50+)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified