α. Ο καταφερτζής, ο δολοπλόκος, ο πονηρός, ο ικανός, ο μπαγαπόντης.
Έκφραση που χρησιμοποιείται κατά κόρον όταν γίνεται αναφορά σε άντρες, που ουδεμία σχέση έχουν με «το κούνημα της αχλαδιάς» και τα υπόλοιπα χίλια συνώνυμα, αλλά έχουν καταφέρει κάτι με δόλιο ή μη τρόπο που απαιτεί ιδιαίτερες κλίσεις και ικανότητες. Εκφράζει και ενδόμυχο θαυμασμό αλλά και ζήλια και φθόνο. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αιτιατική «α(ή ω-)τομπούστη», τονίζεται στην πρώτη ή την παραλήγουσα και η προέλευσή της χάνεται στο βάθος των αιώνων από τότε που υπήρχαν αθρώποι.
β. Ο Μαγκάιβερ
γ. Ο οδηγός λεωφορείου (autobus-tis) που νομίζει ότι του ανήκει όλος ο δρόμος.
Ωτομπούστη τι κάνει με το έβο το άτομο, του αρέσει να μυρίζει λάστιχο φαίνεται...
- Άτομπουστη, πώς την έριξε αυτή τη γκόμενα;
- Καλά ρε μλκ, πάντα κυκλοφόραγε τα καυλίτερα νιαμού αυτός...Τόπε και τόκανε ο αθεόφοβος, ατομπούστη τον ζηλεύω...