Κολλάω.
1) σταματάω να λειτουργώ
2) κολλάω σε αυτό που γουστάρω
- Καλά ε, αυτός έφαγε πατάτα.
- Ναι, δεν ξεκολλά με τίποτα.
Κολλάω.
1) σταματάω να λειτουργώ
2) κολλάω σε αυτό που γουστάρω
- Καλά ε, αυτός έφαγε πατάτα.
- Ναι, δεν ξεκολλά με τίποτα.
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!