[i]Στην αρχαία εποχή:[/i] τίτλος τιμής. Έμπιστος του βασιλιά, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για να σκουπίζει και να καθαρίζει τα οπίσθια του υψηλότατου/-ης.

[i]Στην σημερινή εποχή:[/i] υποτιμητικός τίτλος. Ο άνθρωπος που είναι πολύ πιστός σε κάποιον και έχει τον ρόλο του ρουφιάνου ή του χαμάλη ή και των δύο.

Κοίτα ρε συ έναν σφουγγοκωλάριο που θα πάει να μας καρφώσει στον υπεύθυνο!

ass wipe... (από BuBis, 09/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αχρείος, ο τιποτένιος, ο γλείφτης που προσπαθεί με κάθε τρόπο να ανέβει επαγγελματικά. Αντικείμενο αντιπάθειας από τους υπόλοιπους συναδέλφους.

Κοίτα τον σφουγγοκωλάριο! Όλο κοπλιμέντα και χαμόγελα με τον διευθυντή! Σε μας ούτε μια καλημέρα δεν λέει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:

Ο σφουγγοκωλάριος ήταν υψηλό αξίωμα και ταυτοχρόνως επάγγελμα στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το έργο του ήταν να σκουπίζει (σφουγγίζει) τα οπίσθια των αυτοκρατόρων. Ήταν αξίωμα που πολλοί ζήλευαν και μόνο έμπιστα άτομα διορίζοντο, αφού είχαν το προνόμιο να ευρίσκονται τόσο κοντά στον αυτοκράτορα όταν αυτός ήταν γυμνός και άοπλος.

Μεταφορικά:

Άτομο του οποίου βασικό γνώρισμα της συμπεριφοράς του είναι η εξόφθαλμη ικανότητά του να επιδίδεται στην τέχνη του «σκουπίζειν» τα οπίσθια ισχυρών πολιτικών, ανεξαρτήτως ιδεολογικής ή πολιτικής θέσης, Είναι ο πολιτικός ελαφρών βαρών που θέλει να γίνει βουλευτής ή υπουργός, ο ξέμπαρκος πολιτικός που θέλει να ξαναμπεί στο παιχνίδι της εξουσίας, ο καριερίστας δημόσιος υπάλληλος που πατά επί πτωμάτων, ο ανεπαρκής δημοσιογράφος που αναζητεί τα δεκανίκια των πολιτικών για να επιβιώσει, ο φιλόδοξος νέος που εγκλώβισε τη ζωή του σε ένα lifestyle, με αυτοσκοπό την απόκτηση με κάθε τρόπο τίτλων «επαγγελματικής και πολιτικής ευγενείας», ούτως ώστε όταν βγαίνει από το σπίτι του να αυτοϊκανοποιείται με την εντύπωση ότι είναι επώνυμος, άρα σπουδαίος.
Γενικά οι σφουγγοκωλάριοι είναι άνθρωποι με έλλειμμα προσωπικότητας, που έταξαν στη ζωή τους να «ανέλθουν», άνθρωποι οι οποίοι ακόμη και με το ντύσιμό τους ή όταν συστήνονται αισθάνονται την ανάγκη να δηλώνουν το κοινωνικό και επαγγελματικό τους καθεστώς. Στην πραγματικότητα, όμως, θρασύδειλοι καιροσκόποι, αχθοφόροι της αναξιοπρέπειας και μεταπράτες της αθλιότητας.
Το φαινόμενο του σφουγγοκωλάριου ευδοκιμεί στη χώρα μας. Τους βλέπουμε να κινούνται απροκάλυπτα κάθε φορά που υπάρχουν πολιτικές εκλογές, αφού εκλαμβάνουν τις προεκλογικές εκστρατείες ως την κατ’ εξοχήν εορταστική τους περίοδο. Άλλοτε τους βλέπουμε να συνωστίζονται πίσω από τους πολιτικούς για να τους συλλάβει ο τηλεοπτικός φακός και άλλοτε να σπεύδουν σε προεκλογικές συγκεντρώσεις για να ηδονιστούν από μία χειραψία με τον πολιτικό που επέλεξαν να υπηρετήσουν.

Οι σφουγγοκωλάριοι ζουν για να αποκτήσουν «υψηλές θέσεις» και να αισθάνονται ότι κάνουν λαμπρή καριέρα. Παρά την χρονολογική τους ηλικία δεν μεγαλώνουν ποτέ. Τους βρίσκει κανείς μονίμως σε συγκεντρώσεις να χειροκροτούν παρελάσεις παραφουσκωμένων εγωισμών. Φτύνουν με την ίδια ευκολία αυτό που μέχρι χθες χειροκροτούσαν ή μεταπηδούν από το ένα κόμμα στο άλλο αν δεν πάρουν για την καριέρα τους αυτό που θέλουν. Γιατί είπαμε, «η καριέρα πάνω απ’ όλα!».

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμερπής, ο γλείφτης, αυτός που υπηρετεί πιστά κάποιον άλλο για να ανέβει με τη σειρά του σε αξιώματα.

Ο όρος, παρότι ακούγεται βυζαντινοπρεπής, είναι σύγχρονος. Δεν απαντάται σε κανένα βυζαντινό ιστορικό κείμενο ή κατάλογο αξιωματούχων, ούτε, όπως αναφέρεται συχνά, ήταν ο τίτλος του αυλικού που καθήκον είχε να καθαρίζει τα αυτοκρατορικά οπίσθια. Πρόκειται απλώς για χιουμοριστική αναστροφή του "κωλοσφουγγάριος", εκ του νεοελληνικού "κωλοσφούγγι".

Ήρθε ο νέος γενικός γραμματέας στο υπουργείο και μαζί του κουβάλησε τους σφουγγοκωλάριούς του.

Got a better definition? Add it!

Published