Κυπριακής προελεύσεως. Χρησιμοποιείται και στα ποντιακά. Ο άσχετος. Κυριολεκτικά σημαίνει ανίδεος, εκ του στερητικού α + χαμπάρι, αλλά επειδή δεν ακούγεται ωραία το αχάμπαρος, με τον καιρό έγινε αχάπαρος.

- 13 – (2 + 5)×5 = 30.
- Τι λες ρε αχάπαρε, 5×2 + 5×3 κάνεις πρώτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified