Η χαζογκόμενα.

Μωρή χαζοβιόλα, πού το έχεις το μυαλό σου;

λέγεται και για άντρες, «χαζοβιόλης». Συνώνυμο: μαλακοβιόλα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified