Ετέρα ονομασία για την τίκρα, άλλως κυψελίδα, άλλως κερί των ώτων, που φέρνει περισσότερο σε μια ζαχαροπλαστική πρόσληψη του εκκρίματος.
- Τον είδες ρε συ; Έβγαλε έναν βόλο παστελάδα απ’ το αφτί του και τον κατάπιε σαν καραμέλα! - Μπλιαχ!
Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο.
Got a better definition? Add it!
Published 2012-07-24 19:59:17+00:00 Last modified 2012-07-26 08:09:37+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.