Παλιά λέξη που χαρακτηρίζει τον άξεστο κτηνοτρόφο-ποιμένα, τον γκλίτσμαν. Λέγεται και ως θηλυκό: η τσομπανοφλογέρα.

Εις τας ημέρας του γέροντος προέδρου, ότε εις τας δημοτικάς εκλογάς εψηφοφόρουν οι μάλλον φορολογούμενοι, ήρκει να λάβει τις είκοσι ή εικοσιπέντε ψήφους νοικοκυραίων, δια να γίνη δήμαρχος, δεν χρειαζόταν όπως σήμερον, να ψηφίζωσιν όλοι οι παρακατινοί, όλοι οι ξωμερίτες, όλες οι τσομπανοφλοέρες.
(Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Οι Χαλασοχώρηδες»).

(από Khan, 05/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified