Χαριτωμενίστικη εκδοχή του πούπουλα.
Ο σλανγκενεργός πλην εκνευριστικός αυτός όρος εκφέρεται κυρίως από πίπουλες με αρκούδως τρυφηλή, γκέϊκη και κίνκι διάθεση· συνειρμικά παραπέμπει σε πίπες.
Εναλλακτικά: πέπουλα, πίπιλα.
1. [Στο Athens Pride] αδυνατούσα να πετύχω αυτό το «προκλητικό» θέαμα της παρέλασης που έχω δει να αναφέρεται παντού: τους ημίγυμνούς ή θεόγυμνους, λαδωμένους ή γεμάτους glitter και πίπουλα τύπους που βγαίνουν έξω μόνο με ένα λαμέ στρινγκάκι για να επιδείξουν επιθετικά τη διαφορετικότητα τους και που, σύμφωνα με όλα αυτά τα άρθρα αποτελούν και τη γενική εικόνα της παρέλασης.
2. Ένιωσα σα να είμαι σε κάποια παλιά ασπρόμαυρη ταινία του Δαλιανίδη και πως από κάπου θα ξεπηδήσει με διπλό τόλουπ και ένα στρέμμα πίπουλα η Μάρθα Καραγιάννη. Ένιωσα μια αγνότητα και μια ανθρωπιά απερίγραπτη όπως σε αυτές τις παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου…
3. Τα πτερά και πίπουλα που στολίζουν διακριτικά τους βραχίονες, φτιάχνουν επίσης και πρωτότυπες κομμώσεις, όταν προσπαθεί το μοντέλο να πιει ένα ποτήρι Εβιάν. Χλωμά όμως φαντάζουν τα πίπουλα του Γκωτιέ όταν συγκριθούν με τη δημιουργία του Μακ Κουήν, αρχισχεδιαστή του οίκου Ζιβανσύ. Οικολογικότερος πάντων, προτείνει μια άμεση επιστροφή στον Αμαζόνιο και γενικότερα σε ζούγκλες, βάλτους, έλη.
4. Μας βάλαν σε ανάκλιντρα, μας κεράσαν πορτοκαλάδες και τσαμπιά σταφύλια, και κάτι ξώβυζες μας κάναν αέρα με πίπουλα απο στρουθοκάμηλο..