1. Λαϊκιστί: το λάχανο.

  2. Το πρόσωπο, ειρωνικά κυρίως.

  3. Η σφουγγαρίστρα στον στρατό.

  4. Οτιδήποτε κατώτερο ποιοτικά.

  1. Μάπα το καρπούζι.

  2. Θέλει και πιπινάκια το χούφταλο. Δεν πα' να κοιτάξει τη μάπα του στον καθρέφτη;

  3. Νέος, πάρε μάπα-σκούπα και πήγαινε να καθαρίσεις τον θάλαμό σου.

  4. Μην αγοράσεις ηλεκτρικά από κει, βγαίνουν όλα μάπα.

(από xalikoutis, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σφαλιάρα, το χτύπημα στο πρόσωπο.

Τα έμαθες, τσακώθηκε ο Γιώργος με τον Κώστα για την ίδια κοπέλα, και όχι μόνο αυτό, ο Γιώργος βγήκε εκτός εαυτού και άρχισε στις μάπες τον Κώστα όταν αυτός τον έβρισε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified