Αδερφάρα, εντελώς θηλυπρεπής άντρας.

Ρε συ γνώρισα τον Μάκη χτες... Τι κραγμένη που είναι ρε παιδιά, και νόμιζα ότι ήταν σοβαρό παιδί!

Βλέπε και τελειωμένος/-η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραγμένη αδερφή, ομοφυλόφιλος που δεν φοβάται να το δηλώσει δημοσίως.

Ρε συ όλο με την κοπέλα μου μιλάει ο Αλέκος.
— Μην τον φοβάσαι ρε, είναι δηλωμένη, το πολύ να γίνουν φιλαράκια.

Δες και βγαίνω απ' τη ντουλάπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έξυπνος, που τα πιάνει γρήγορα, κυριολεκτικά ή ειρωνικά.

1.- Τζιμάνι ο γιος σου Μήτσο, τό 'πιασε αμέσως το υπονοούμενο.

  1. - Πώπω τι τζιμάνι παιδί είναι αυτός ο Μιχάλης, πρέπει να του το εξηγήσω 100 φορές για να καταλάβει!

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κρύο. Τόσο που ψοφάνε τα πάντα.

Βγήκα χτες και το μετάνιωσα. Ψόφος κακός σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθυσμένος. Τόσο χάλια που δεν βλέπει μπροστά του.

Χτες βρεθήκαμε με κάτι παλιόφιλους, πήγαμε σε ρεμπετάδικο και γίναμε τύφλα.

Για συνώνυμα δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγάλος βυσματίας, αυτός που έχει τα μεγάλα μέσα και δεν τον κουνάει κανείς.
Φράση στρατού αλλά και γενικότερα.
Βγαίνει απο τα βύσματα neutron που θεωρούνται από τα κορυφαία στο είδος τους.

Ρε συ τι νιούτρον είναι αυτός ο Βυσμίδης, πήρε 1η μετάθεση από το κέντρο τεθωρακισμένων στην αεροπορία στρατού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπω κάτι και παθαίνω φρίκη, ενίοτε γίνομαι έξω φρενών, νευριάζω πολύ.

Είδα χτες την πρώην μου αγκαζέ με ένα χούφταλο στην ηλικία του μπαμπά της και βάλε, και φρίκαρα τελείως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρσενικός διευθυντής οίκου ανοχής. Συνήθως κραγμένος ομοφυλόφιλος.

- ... πήγα που λες στο μπουρδέλο που μου είπαν, και βγαίνει ο τσάτσος την ώρα που περίμενα. Μου την έπεφτε αγρίως, και έτσι ξενέρωσα και σηκώθηκα και έφυγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάτι πολύ ωραίο, που μας ξετρέλανε.

  2. Μέχρι εκεί που δεν παίρνει.

  1. Καλά ε, μπούνια το κρασί που μας έφερε ο Μήτσος απ' το χωριό!

  2. Τι κάθεσαι και μιλάς για πολιτικά μ'αυτόν; Αυτός είναι συντηρητικός μέχρι τα μπούνια, δεν καταλαβαίνει τίποτα διαφορετικό.

Η Προύσα (...και στα κούφια μου τακούνια, ηρωίνη ως τα μπούνια...) (από HODJAS, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψοφάω απ'το κρύο.

Βγήκα στο βουνό για περπάτημα σήμερα αλλά γκαγκάνιασα απ΄το κρύο μόλις έφτασα και την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified