Ρεζιλεύω, κράζω, προγκάρω. Επιστημονικά: αποδοκιμάζω έντονα και φωναχτά.

Προέρχεται από τον αστείο και έντονο ήχο της καραμούζας.

Επίσης αναφέρω το επακόλουθό του ουσιαστικό «καραμούζιασμα».

- Ρε παιδιά τι έγινε ο Λάκης; Καιρό έχει να φανεί από 'δω.
- Πού να έρθει, ρε. Τον καραμουζιάσανε με τις μαλακίες που έκανε και δεν τολμάει να εμφανισθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified