Ο καυλωμένος, όπως ορίζεται ευφυώς υπό του Jim Blondos, δηλαδή αφενός «ο ευρισκόμενος σε ερωτική διάθεση, με απαραίτητη προϋπόθεση την παρουσία στύσης, δηλαδή, την πλήρωση των σηραγγωδών αρτηριών του πέους του με αίμα» και αφεδύο (και κυρίως) «ο ευρισκόμενος σε κάθε άλλου είδους ενεργητική διάθεση, σε έντονο όμως βαθμό (καυλωμένος για χορό, για τραγούδι, για ποδόσφαιρο, για τσαμπουκά κ.λπ.)».
Ειδικά ο γκαύλακας διαθέτει μια κρητική ουρδεσάνς (πώς λέμε Μανούσακας ένα πράμα;) και μπορεί να δηλώσει μια κατά το μάλλον ή μπήχτον πάγια ιδιότητα του εγκαύλου υποκειμένου, δηλαδή έναν λεβέντη που είναι και καυλάκι, αλλά και συνηθίζει να κάνει του κεφαλιού του (του πάνω ή του κάτω).
kai μετα ακουσ καποιουσ...εγω προσεχω...εγω φοραω ζωνη...εγω τηρω ΟΛΟΚΛΗΡΟ τον Κ.Ο.Κ..... αμα σου πεταχτει ο αλλοσ ΓΚΑΥΛΑΚΑΣ....οτι και να κανεισ ..εισαι καταδικασμενοσ.........
ευτυχωσ δεν ειχαμε θυματα............. (Πώς θα ένιωθες αν έβλεπες ένα Daewoo Matiz να έρχεται ιπτάμενο κατά πάνω σου;).«Εγώ όμως που ήμουν δηλωμένη πια, όταν μετά τις πολλές αναβολές αποφάσισα να εκτίσω τη θητεία μου, πήγα χωρίς πολλά πολλά στο στρατό ξηράς. Και βρήκα πολλά κραγμένα γκεόλια εκεί μέσα, που μπροστά τους φαινόμουν καραστρέιτ. Άρα όλα αυτά δεν ήταν παρά μια από τις πιέσεις, μαζί με την αρτηριακή της, που ασκούσε η πεθαμένη για να του τσακίσει τον όποιο τσαμπουκά, όταν στα 18 του -βλέπεις δεν ανήκε ποτέ στη φοιτητιώσα νεολαία, και πώς θα μπορούσε άλλωστε αυτός ο γκαύλακας, ώστε να παίρνει αναβολές- υπηρέτησε στο ναυτικό.» (Niemands Rose, Τα Φώτα στο Βάθος, Αθήνα: εκδ. Απόπειρα 2013, σ. 37).