Μολύνω. Μαγάρας, μεταφορικά, για άνθρωπο που κάνει κουτοπονηριές και απατεωνιές.
Μη φας το τυρί, το έχουν μαγαρίσει οι μύγες.
Ο βρωμιάρης φίλησε το παιδί στο μάγουλο και το μαγάρισε.
Μη κάνεις παρέα με αυτόν, είναι μεγάλος μαγάρας.
Μολύνω. Μαγάρας, μεταφορικά, για άνθρωπο που κάνει κουτοπονηριές και απατεωνιές.
Μη φας το τυρί, το έχουν μαγαρίσει οι μύγες.
Ο βρωμιάρης φίλησε το παιδί στο μάγουλο και το μαγάρισε.
Μη κάνεις παρέα με αυτόν, είναι μεγάλος μαγάρας.
Got a better definition? Add it!