Αυτό που δεν είναι μοιρασμένο σε μέρη, που δεν έχει μοιραστεί ακόμα.

Τα αδέλφια κληρονόμησαν πολλά σπίτια, αλλά ακόμα τα έχουν αμοίραγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified