Κάποιος μπαίνει Σόλων κυριολεκτικά, όταν χάνει ένα παιχνίδι στην πρέφα και δίνει πόντους σε όλους τους αντιπάλους. Μεταφορικά για κάποιον που πληρώνει για όλους.
Λογοπαίγνιο με το σ' όλων < σε όλων, δηλαδή «σε όλους, δίνει σε όλους».
Σολαρία, η κατάσταση κάποιος να μπαίνει σόλων τακτικά στη πρέφα.
Του κάναμε μεγάλο χουνέρι, χωρίς να έχει καλό χαρτί, την πάτησε και τονε βάλαμε Σόλων.