Κυριολ. το δάπεδο του αμπαριού. Σε περιοχές με ναυτικούς, λέγεται ακόμα το «γυμνό» δάπεδο , πρίν δηλαδή (επι)στρωθεί με πλακάκια, μάρμαρα, μωσαικό κλπ ή και ο πάτος μιάς δεξαμενής.
Πανιόλο επίσης λέγεται στην αγορά, το φύλλο (αντιολισθητικής) λαμαρίνας για δάπεδα ή άλλες κατασκευές.
Μένω πανιόλο - Είμαι ταπί (και ψύχραιμος). Βαζω το χέρι στην τσέπη και πιάνω τον πάτο της.
Παίρνω (σπάνια βάζω) πανιόλο: Δημιουργώ νοητό οριζόντιο επίπεδο για επιστρώσεις
Γλίστρησε από το κουβούσι (το υπερυψωμένο στόμιο του αμπαριού) κι έσκασε στο πανιόλο 10 μέτρα κάτω.
Τα σκαλοπάτια της ταράτσας θα τα κάνω με πανιόλο για να μή γλιστράνε.
Είναι ακόμα 20 του μήνα κι εγώ πανιόλο. Ούτε για τσιγάρα δεν έχω.
Τέντωσε ένα σπάγγο πέρα πέρα με το αλφάδι να παρει πανιόλο για να ρίξει τα πλακάκια ίσια.