Αντιστέκομαι, μουλαρώνω. Κρητικό.
Αντισκαρώνει η καρδιά και δεν το βάνει κάτω,
κρασί τσι κάνει τσι καημούς και λέει άσπρο πάτο
Αντιστέκομαι, μουλαρώνω. Κρητικό.
Αντισκαρώνει η καρδιά και δεν το βάνει κάτω,
κρασί τσι κάνει τσι καημούς και λέει άσπρο πάτο
Got a better definition? Add it!