Για το μυαλό που είναι «θηλυκό», γόνιμο και βρίσκει πολλές διαφορετικές λύσεις.

Έχουνε κωλώσει με μια μικροαλλαγή στο πρόγραμμα. Να ήτανε εδώ ο Χρήστος θα το είχε λύσει στο πι και φι. Αφού το μυαλό του πέταγε πεντάδυμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωπός, το κωλαράκι.

Είσαι σίγουρος ότι δεν θα μας πιάσουνε το πωπουδέλι στο εστιατόριο που μας πας;

Άστα φόρεσε η Μαρία έναν στρίνγκαρο στην παραλία και πέταξε όλο το πωπουδέλι της έξω! Κόλαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υβρεολόγιο για Εβραίους από ναζήδες, χρυσαυγίτες και άλλους αντισημίτες.

Τι ήταν αυτό που πάθαμε. Καθόμασταν πίσω από δυο ψεκασμένους στο αεροπλάνο κι όλη την πτήση είχαν αρχίσει στο εβραιολόγιο την οικογένεια Ρόθτσιλντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και σβουγκανάω.

Χτυπάω άσχημα, βαράω, και με σεξουαλική σημασία. Θεσσαλικό.

Τι την ζβουγκανάει μεσημεριάτικα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιστέκομαι, μουλαρώνω. Κρητικό.

Αντισκαρώνει η καρδιά και δεν το βάνει κάτω,
κρασί τσι κάνει τσι καημούς και λέει άσπρο πάτο

(από vydras, 14/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τονώνω το ηθικό μου για να κάνω κάτι που απαιτεί καλή ψυχολογική κατάσταση.

Παίχτηκε κι αυτή η μαλακία το πρωί, άντε μετά να μαζέψει ψυχολογία να ζητήσει αύξηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βάρβαρος που τρώει βελανίδια για να ζήσει. Το λέμε για να βρίσουμε τους Βορειοευρωπαίους που έτρωγαν βελανίδια, όταν οι Έλληνες ήταν πολιτισμένοι. Και κάποιος που είναι ουγκ λέγεται βελανιδοφάγος Ούννος.

Μας πάνε γαμιώντας οι βελανιδοφάγοι! Μόνο για να έρχονται το καλοκαίρι να κάνουν μπάνια μας θέλουν.

Εντάξει να τον φιλοξενήσουμε τον φίλο της Μαρίας. Αλλά μη μας βγει κάνας βελανιδοφάγος Ούννος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά για τους Γερμανούς, όπως λέμε Οστρογότθοι και Βησιγότθοι, ότι είναι βάρβαροι και κοπρίτες.

Θα χάνουν οι Έλληνες τα σπίτια τους και θα τα αγοράζουν οι κοπρογότθοι να κάνουν διακοπές γαμώ τη μανούλα τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικό σπαστό πριονωτό μαχαίρι.

Οταν με πλησίασε τα μάτια του ήταν αγριεμένα κι ολοκόκκινα σαν του φονιά και η μούρη του μαυρισμένη από το θυμό. Ο χάρος ένα τέτοιο πρόσωπο πρέπει να ‘χει όταν πηγαίνει να πάρει την ψυχή των κακών ανθρώπων. Εκείνη την ώρα φοβήθηκα, έβαλα γρήγορα το χέρι μου στην τσέπη, που είχα ένα σφαλιχτάρι, με μια μεγάλη λεπίδα, το άνοιξα και το ξάμωσα προς το μέρος του.
- Αν κάνεις ένα ζάλο, θα σου το καρφώσω κι ας με πούνε και φόνισσα. Εκεί όμως που του ξάμωνα και τον φοβέριζα, παίζει ένα καμπανό, μ’ αρπάζει το σφαλιχτάρι και το πέταξε στον ποταμό.

σβαρνάς (από dryhammer, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified