Τοπικός ιδιωματισμός από το νησί της μαστίχας, ένας από τους ωραιότερους, και ακόμα ζωντανούς.
Χρησιμοποιείται στο β' ή στο γ' πρόσωπο και αναφέρεται σε κάποιον που λέει ή κάνει παλαβομάρες. Σχεδόν συνώνυμο του «παλάβωσες». Δεν χρησιμοποιείται στο α' πρόσωπο, γιατί κανένας Χιώτης δεν θεωρεί ότι μπορεί να ξεχαλικά ο ίδιος, αλλά πάντα οι άλλοι έχουν το πρόβλημα.

Χαλίκια είναι τα μικρά πετραδάκια που προέρχονται από τον κατακερματισμό των βράχων και χρησιμοποιούνται σαν συστατικό του μπετόν ή στρώνονται σε δρόμους πρόχειρους που δεν πρόκειται να ασφαλτοστρωθούν, ή ακόμα και σε πάρκινγκ. Επίσης, αν δεν κάνω λάθος (που σπανίως συμβαίνει) είναι και το συστατικό του μωσαϊκού (τα μικρά κομματάκια που μετά λειαίνονται).

Πιθανή (κατά 92,45%) προέλευση:
Φανταστείτε κάποιο μηχάνημα που έχει χαλάσει. Ρολόι, παιδικό παιχνίδι, μίξερ ή οτιδήποτε μηχανικό. Συνήθως όταν κάποιο τέτοιο αντικείμενο χαλάσει, πριν το ανοίξουμε, το κουνάμε για να δούμε αν κάποιο εσωτερικό εξάρτημα έχει αποκοπεί. Αν κάτι τέτοιο έχει συμβεί κουνώντας το αντικείμενο, το σπασμένο εσωτερικό κομμάτι κάνει τον ίδιο ακριβώς θόρυβο σαν να ήταν ένα πετραδάκι, ένα χαλίκι. Μεταφορικά λοιπόν αυτός που ξεχαλικά είναι αυτός που κάτι μες το κεφάλι του έχει ξεκολλήσει, με αποτέλεσμα το μυαλό του να μην λειτουργεί, και να φέρεται περίεργα.

Από το διαδίκτυο (100% Χιώτης και δη νοτιοχωρούσης, διότι εκτός του «ξεχαλικά» γράφει και το «μαρή»)
«Θα περιμένουμε να δούμε λοιπόν. Ξεχαλικά έτσι κι αλλιώς μαρή αυτή. Για να δούμε τι θα γίνει. »

-Μην του δίνεις σημασία. Αυτός ξεχαλικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified