Μέρος όπου είθισται να συχνάζουν και να κάνουν πεζοδρόμιο πόρνες, οι οποίες ψαρεύουν πελάτες και συνήθως μεταβαίνουν μετά σε παρακείμενο ξενοδοχείο της αλυσίδας γαμοτέλ ή άλλο πεναλτάδικο ή πραγματοποιούν τις εχθροπραξίες ακόμη και μέσα στο αμάξι. Πρόκειται για την πλέον παρακμιακή μορφή πορνείας, αφού δεν υπάρχει κανένας έλεγχος για σουμουνιάσματα, οπότε ο ταξίαρχος κινδυνεύει ακόμη και με ηπατίτιδες και AIDS, ενώ συχνά οι ούτω εκπορνευόμενες είναι ναρκομανείς και/ή άγρια εκμεταλλευόμενες. Οι πουτανόπιατσες είναι ορισμένες ερωτογενείς ζώνες μιας πόλης, αλλά προϊούσης της κρίσης φυτρώνουν σαν μανιτάρια και νεοπουτανόπιατσες με νεοαπελπισμένες νεοπόρνες (βλ. λ.χ. εδώ).

  1. 2 μέρες τώρα που περνάω δεν εχω δει κάτι, αλλά απο οτι βλέπω ρε μάγκες όλο το κέντρο της Αθήνας μια απέραντη πουτανοπιατσα έχει γίνει. ΓΜΤ. (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Σήμερον ἀξίαν ἔχ' ἡ Μέρκελ - ποὺ ποτὲ δὲν θὰ πεθάνει· κι' ἡ Ἑλλὰς, τόσον καθιδρώνουσα, ποὺ τρέχει καὶ δὲν φθάνει
    τ' ὄσκαρ τῆς ὑποκρισίας νὰ λάβει κομμάτων πολιτικῶν,
    (ἡ μόνη χώρα τῶν χιλίων κι' ἑνὸς ἀσύλων ἀθωωτικῶν)·
    κι' οὐδὲ κἄν στὶς Κάννες σκέφτηκε αὐτὴ ν' ἀνοίξει τὰ κανιά της,
    στάρλετ στῆς Εὐρώπης τὰ θεάματα τὴν στέλνει πᾶς Χωριάτης
    Πρωθυπουργὸς, κι' ὅλοι μᾶς τὴν χαρχαλεύουν, τὴν δοκιμάζουν,
    στὶς πουτανόπιατσες τὴ ρίχνουν κι' ὅλο στεφάνι τῆς τάζουν, μ' ἔπαθλα μνημονίων τὴν πληρώνουν βεβαίως, συχνὰ, κι' ἁδρῶς!
    Κι' ὅσο σκληρὰ, μετὰ, κι' ἄν μᾶς τὸν φορμάρουν, ἐμεῖς ἁμυδρῶς μόνον ζοριζόμαστε,
    καθὼς ἀεριζόμαστε
    μὲ φασολάδες, ποὺ τρῶμεν, εἰς τακτὰ διαστήματα·
    (Πολυτονιάτης στιχώνει εδώ).

(από Khan, 22/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified