Δεν αναφερόμαστε στις διάφορες σχετικά δόκιμες σημασίες που μπορεί να έχει το λαδάδικο, όπως λ.χ. κατάστημα που πουλάει λάδι ή λάδια αυτοκινήτων, ή το δεξαμενόπλοιο μεταφοράς λαδιών (δες), ούτε στα ιστορικά Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης, αλλά στη σημασία που έχει η λέξη στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, όπου σημαίνει το μασατζίδικο, δηλαδή το γαμαζί, που προσφέρει και καλούα μασάζ με χρήση σχετικών ελαίων του μασάζ, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να λειτουργεί και ως φραπενείο, τσιμπουκάδικο, ακόμη και μπριζολάδικο, να προσφέρει δηλαδή διάφορες σεχουαλικές υπηρεσίες στη ζούλα. Συνώνυμα: λαδομάγαζο, ελαιοτριβείο (σλανγιωτατιστί).

Δεν της είπα ότι την ήξερα από το λαδάδικο όπου δούλευε πιο πριν και την είχα πάρει. (Από μπουρδελοσάη)

Σ' άλλα Λαδάδικα αναφέρεται ο Μητροπάνος, αλλά ταιριάζει ο διάσημος στίχος. Σχετικοάσχετο εντέλει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified