Από το ιταλικό ciao: αντίο, γεια.

Πρέπει να φύγω, άντε τσάγια.

Βλέπε και τσίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πληθυντικός του τσάο.

- Άντε, τσάγια ρε, θα τα πούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και στην γλώσσα των αυτοσχέδιων αγώνων αυτοκινήτου/μηχανών, εννοώντας πως αφήνω τον άλλον πίσω, πως έφαγε την σκόνη μου κτλ. Χρησιμοποιείται κυρίως από σπατάνια, κάγκουρες και μπουρναζιώτες, που ειδικεύονται στις κόντρες

Και με το που άναψε το φανάρι πράσινο και ξεκινήσαμε έφαγε τσάγια το άτομο. Ούτε με κιάλια δεν με έβλεπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποχαιρετισμός. (Μάλλον) προκύπτει από το «τσάο» + «γειά».

- Τα λέμε.
- Άντε, τσάγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified