Ο πουλημένος, αυτός που παίρνει αποφάσεις και συμπεριφέρεται με κάποιο τρόπο επειδή τα έχει πιάσει, έχει πάρει λεφτά και είναι ρουφιάνος. Χρησιμοποιείται αρκετά για δημόσια πρόσωπα, όπως πολιτικούς, διανοουμένους, δημοσιογράφους κ.ά. που θεωρείται ότι είναι "εξωνημένα όργανα" κιέτς.

Βλ. και πουλητάρι κι εξαφανιζόλ, όπου φαίνεται να έχει τη σημασία αυτού που σε πουλάει.

1.ΤΕΛΙΚΑ ΚΙ Ο ΤΣΙΠΡΑΣ ΠΟΥΛΗΤΑΡΙ, ΣΕ ΟΛΑ ΝΑΙ, ΔΙΚΟΣ ΤΟΥΣ ΚΙ ΑΥΤΟΣ, ΣΥΝΕΝΝΟΗΜΕΝΟΙ ΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΙΞΕΙ Ο ΣΑΜΑΡΑΣ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΟΛΑ. (Φωνακλάς σε σόσιαλ μήντια).

2.«Πουλητάρι». «Πουλητάρι». Η λέξη δεν υπάρχει στο επίσημο λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Αυτές τις μέρες όμως έχει γίνει από τις πλέον διαδεδομένες λέξεις ανάμεσα στις καμαριέρες των ξενοδοχείων της Αθήνας. Τη χρησιμοποιούν μόλις βλέπουν πρώην συναδέλφισσά τους που κάποτε ήταν μάχιμη αλλά σήμερα - καθώς στο μεταξύ έχει δει «το φως το αληθινό» - έχει περάσει στην απέναντι όχθη, έχοντας κάνει στόχο ζωής να χτυπηθούν οι κομμουνιστές στο σωματείο ξενοδοχοϋπαλλήλων Αθήνας, για να προωθήσει έτσι, λέει, την «ενότητα στη δράση». Η φράση «καλά, τώρα στα γεράματα βρήκες να γίνεις και συ πουλητάρι;» που λένε μόλις τη βλέπουν οι καμαριέρες, συνοδεύεται και με μια κίνηση που δεν είναι κόσμιο να περιγράψουμε. «Πουλητάρι»! Ακριβέστατο. (Από τον Ρίζο).

3.Bρέθηκε κι άλλο πουλητάρι. Λέγεται ..., είναι Ιούδας και αποστάτης και ψήφισε για Πρόεδρο-μαριονέττα-Τι έγινε τι σου χουν τάξει οι Μασόνοι; Γελοίοι όλοι και παραδόπιστοι-Πουλάνε τη μάνα τους για 10 ευρώ. (Από το Μακελειό).

4.Γερμανοτσογλάνια! Πουλητάρια του κερατά! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που εξ αιτίας των πράξεων ή του χαρακτήρα τους, ή και των επαγγελματικών τους επιλογών, φλερτάρουν έντονα με το ενδεχόμενο να τους ξεφορτωθεί αυτός ή αυτή που τους έχει στη δούλευσή του (ή της!), ή ακόμα και σε μια φιλική ή ερωτική σχέση με μια ετερόρρυθμη δυναμική.

Η κατάληξη "άρι" συμβολίζει την ταχύτητα και την ευκολία και την ταχύτητα με την οποία ο εργοδότης, ο "υπεύθυνος", ο "φίλος" ή ο εραστής δυτικών προαστίων θα ήταν πρόθυμος να ξεφορτωθεί το άτομο στο οποίο απευθύνεται, ακόμα και αν αστειεύεται, ή ακόμα και αν η όποια σχέση τους έχει μια ομόρρυθμη δυναμική.

1ο: Προπονητής Γ εθνικής λέει στον 2ο επιθετικό του: "Καπετανίδη άμα δεν βάλεις γκολ και απόψε θα σε κάνω πουλητάρι". 2ο: Ο Μήτσος λέει στον κολλητό του που μόλις έχυσε τον καφέ του από απροσεξία στα βελούδινο μπεζ πίσω καθίσμα του Range Rover της μητέρας του: "και στη δουλειά έτσι προσέχεις; αν δεν το καθαρίσεις θα σε κάνω πουλητάρι"

Got a better definition? Add it!

Published