Λέξη από την βαθιά αρχαιολογία της πολιτικής σλανγκ. Ασουφουσάριοι ήταν οι αριστεριστές μέλη των Αριστερών Σχημάτων Φοιτητών Σπουδαστών (ΑΣΦΣ) τη δεκαετία του '80 και πρόγονοι των σημερινών εαακιτών. Αρχικά λέγονταν Β'Πανελλαδικάριοι, επειδή προέκυψαν από διάσπαση της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος στη Β' Πανελλαδική της συνδιάσκεψη το 1979, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του '80 επικράτησε η εν λόγω ονομασία.

- Ρε είδα τον Τάκη τον ασουφουσάριο προχθές... Αγνώριστος, καλοντυμένος..
- Αναβαπτίστηκε και αυτός ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified