Περιποιούμαι, κανακεύω. Άλλη μια λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα, όπως το θυμάμαι, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '50.
Μπας και δε τόνε βγαγιολίζω; Μα 'κείνος μου βαρεί.
Η γερόντισσα, που έλεγε το παράπονό της, για κακομεταχείριση από το γέρο της, μιλούσε τα "παλιά" θερμιώτικα. Αν και μικρό παιδί, τότε, μου έκαναν τέτοια εντύπωση, που τα θυμάμαι ακόμα. Χαρακτηριστική η εκφορά του "γ" μετά το "β": βγαγιολίζω αντί βαγιολίζω. Αυτό το άκουγα τότε κι από άλλους ηλικιωμένους που έλεγαν Βγαγγέλη αντί Βαγγέλη. Αν δεν απατώμαι αυτό συμβαίνει και σε άλλα νησιά.
Επίσης χαρακτηριστική είναι η σύνταξη "μου βαρεί" (με γενική).
Νομίζω πως τα παραπάνω χρειάζονται σχολιασμό και συμπλήρωση από τους γνωρίζοντες.
Όσον αφορά στην ετυμολογία από μια σύντομη έρευνα βρήκα:
βαγιλίζω
και βαγιουλίζω και βαϊλίζω και βαγιολίζω (Μ βαγιλίζω)
περιποιούμαι, φροντίζω
νεοελλ.
1. νανουρίζω
2. κολακεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγιλίζω < ουσ. βάγιλος, το δε βαϊλίζω < ουσ. βαΐλας, ενώ το βαγιολίζω < βάγιο, παρετυμολογικά]Από εδώ
Επίσης εδώ βρήκα πως υπάρχει, με την ίδια έννοια, στη ντοπιολαλιά της (διπλανής) Σύρου.