Γαμήσου αμέσως. Από το σαλτάρω (= κάνω άλμα), κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα.

*.

-Σάλτα και γαμήσου λίγο παρακάτω, που' χει και άπλα να κάνεις τα τρελά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τράβα και γαμήσου. Μάλλον υπερθετικός του «σύρσου και γαμήσου».

α. (gorgonotaverna.blogspot.com) - Σάλτα και γαμήσου ρε φλώρε που τολμάς και σηκώνεις τα μάτια σου πάνω μου, καράβλαχε.

β. (Λέντης) -Σάλτα και γαμήσου και γάμα και την είσπραξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified