Η χοντρή και μακριά γραβάτα (αντιστοιχία με το ανδρικό όργανο), που συνήθως συνοδεύεται από έναν άθλιο κόμπο.

Δες το μαλάκα... Φόρεσε πουκάμισο και μαλαπέρδα και νομίζει ότι έγινε άνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό γενετικό μόριο, όταν είναι ιδιαίτερα μεγάλου μήκους. Η μονάδα μέτρησής του είναι τα χεροκράτια.

Πέταξε ο αράπης τη μαλαπέρδα του και μας πήρανε τα κλάματα. Σαν τσαποστύλιαρο (το κοντάρι του τσαπιού) ήτανε σου λέω.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.

- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified