Ο φοβητσιάρης.
Μα καλά τι χέστης είσαι εσύ; Φοβάσαι να πας στην αποθήκη να σκοτώσεις μια κατσαρίδα;
Ο φοβητσιάρης.
Μα καλά τι χέστης είσαι εσύ; Φοβάσαι να πας στην αποθήκη να σκοτώσεις μια κατσαρίδα;
Βλ. και κλάνας, κατουρλής, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος, τσίσιας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified