Συνώνυμο του πίπα-κώλο. Εξαιρετικά οδυνηρή κατάσταση, ξύλο και γαμήσι, σεξ και βία, αλλά στο λόγιο. Παίζει και στο κυριολεκτικό, βλ. το 2ο παράδειγμα, ή μια γρήγορη αναζήτηση στο γούγλε, αλλά χρησιμοποιείται κατά κόρον και μεταφορικά, όπως και οι συνώνυμες φράσεις που δίνω παραπάνω. Στο πρώτο παράδειγμα είναι όλες πλήρως εναλλάξιμες.

- Τι λέει ρε συ;
- Μαλάκα μου, αίμα και σπέρμα. Στη δουλειά με τεντώνουνε, η Ελένη μου τα κάνει μπαλόνια στο σπίτι, λογαριασμοί απλήρωτοι, έχασε κι ο γαύρος την Κυριακή, με βαράνε από παντού να πούμε.

από εδώ:
Αίμα και σπέρμα στο πιο hardcore trailer που είδατε μέχρι σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified