Αυτός που όταν κοιμάται, ροχαλίζει (πολύ). Τόσο όσο δεν περνά (εύκολα) απαρατήρητο και μπορεί να καταντήσει εκνευριστικό, όσο και οι συνέπειες από την αϋπνία μετά.
- Κομμένο σε βλέπω σήμερα...
- Μ' άφησες όλη νύχτα να κοιμηθώ, βρε μαλάκα; Και με φλόμωσες και μου ροχάλιζες... Τί είσαι συ ρε πούστη μου;
- Χαχαχα! Έλα τώρα... Μήπως υπερβάλλεις λιγάκι;
- Τί υπερβάλλω, ρε; Είσαι συ ένα ροχαλιστήρι και πορδοκλανιριτζίδι...