Χαζός. Χαζοβιόλης, χοντροκέφαλος και αδέξιος - όλα μαζί.

Προέρχεται από τη λέξη baucco της Βενετσιάνικης διαλέκτου. Στα Βενετσιάνικα απαντάται και ως bauco και baucoto. Στα Ελληνικά έχει περάσει και ως μπαούτσος με παραφθορά της ορίτζιναλ προφοράς.

Καλά, είστε μπαούκοι μεγάλοι και οι δυο σας... Είναι ποτέ δυνατόν να χωρέσει κοτζάμ ντουλάπα από αυτή την πορτούλα... Πρέπει να την λύσετε... θα μου γκρεμίσετε το σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράξενο τυπάκι με ιδιόμορφο στυλ και άποψη. Συνήθως ολίγον άνιωθος και παράλληλα αστείος. Σε παραλλαγή: μπαουτσάκι.

- ...και εκεί που περίμενα έξω από το γραφείο του καθηγητή, σκάει ένα μπαουτσάκι και ρωτάει: «Γεια! Άκουσα ότι δίνουμε ΣΑΕ την Κυριακή στις 7 το πρωί. Αληθεύει;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified