Συναντάται και ως «ταχολαλιστής». Από σύντομη ετυμολογική ανάλυση προκύπτει η προέλευση: «τα έχω όλα».

Μία πρωία σε κάποιο καφενείο της Ηλιούπολης:

- Εσείς οι νέοι είσαστε ταχωλαλιστές.
- Δηλαδής;
- Τα έχετε όλα.
- 'Εγραψες, θείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι ό,τι νά 'ναι και γενικότερα πρεσβεύει το κίνημα του οτινανισμού.

Κάθε παράδειγμα περιττεύει με αυτόν τον οτινάνα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τις δύσκολες ώρες... Αφού έχει «φαγωθεί», παραμένει σε κατάσταση σταντμπάι περιμένοντας μήνυμα / τηλέφωνο / σήματα καπνού για το επακόλουθο σέσιον... Μετά απ' αυτό ξαναπερνάει σε κατάσταση σταντμπάι κ.ο.κ...

- Κοίτα μαλάκα να κάνεις σχέση μ' αυτό το πουτανίδιο.
- Ε και τι να κάνω ρε φίλε; Αφού θέλω να γ_ _ _ _ ω.
- Ε, κράτα καμιά καβάτζα τότε ρε μαλάαακααα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολή, με τη γενικότερη έννοια του πράγματος.

- Εμ, αφού έχυνε όλο το ποτό έξω από το ποτήρι, βούτηξα το μπουκάλι κ έβαλα μόνος μου.
- Λύσσα, λύσσα τό 'κανες και εσύ πια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυθόρμητο.

- Ρε φίλε τι της είπες εκεί της γκόμενας; Την άφησες μαλάκα.
- Ον δε σποτ ατάκες φίλε!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρώπινα (ως επί το πλείστον), σε υγρή κατάσταση υπολείμματα, όπως φαίνονται από την οπτική γωνία του άρτι ανεγερθέντος από το κάθισμα της λεκάνης αφοδεύσαντα, εξαπλωμένα σε όλη την εσωτερική επιφάνεια αυτής.

- Ρε φίλε με έπιασε μια ευκοίλια... γάμησέ τα. Χάλια την έκανα τη λεκάνη ρε πούστη μου, όλον τον τόπο γέμισα...
- Ξέρω, το είχα πάθει και εγώ αυτό στο σπίτι του Νικόλα... τα λεγόμενα και διασποράς!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ευρώ (€). Νόμισμα της Ε.Ε από 1/1/2002.

- Παίζει κανά έουρο μάγκες;
- Τι θε ρε;
- Να πάρω μία σοκολάτα. φίλος!
- Ρ' α' γαμή'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή κάτι που κάποιος έκανε, χωρίς όμως να έχει λόγο να το κάνει.

- Έλα ρε φίλε που είσαι εσύ;
- Έλα ρε! Εδώ. Όλα καλά! John έχεις δει καθόλου;
- Άσε φίλε, πήγε στρατό.
- Σοβαρά;
- Ναι, είναι στην Κύπρο τώρα, στην ΕΛΔΥΚ.
- Τι λε ρε φίλε, άνευ λόγου και αιτίας όμως!
- Τι να πεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό, ο παλιός. Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει αυτή η τάξη. Συναντάται και σαν λεούρι.
Πρόκειται βέβαια για το αντίθετο του λέπι.

- Τι έγινε αγόρι μου, την είδες λέουρας και λούφα και παραλλαγή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ξέρει να εκτιμά τις μικρές χαρές της ζωής, π.χ. φαγητό, διασκέδαση κλπ. και ωσεκτουτού ό,τι κάνει το κάνει και λίγο λύσσα λόγω πόρωσης.

- Τι θα φάμε ρε μαν;
- Θα οργανώσει dinner-party ο μπεργκέτης ο Κώτσος φίλε, άστο πάνω του!
- Ώωρε μπεργκέτια!!

Βλ. και σχετικό λήμμα μπέργκετ, μπερ(ε)κέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified