Αυτός που παίρνει αναβολικά, για να φτιάξει σώμα τούμπανο.
Άλλος ένας αναβολικάριος πέθανε από ξαφνικίτιδα στα 45 του.
Got a better definition? Add it!
Published 2024-09-21 07:15:24+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.