1. Κάνω τη χάρη σε κάποιον.
  2. Κάνω αντί για άλλον κάποια πράξη.

- Άντε ρε Νίκο... κάνε την καλή αν μπορείς και πήγαινε να φέρεις λίγο νερό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified