Ο πρεζάκιας εκ του: πρεζαίος -> ζαίος (στα κομμέ) -> ζαίουλο (υποκοριστικό).

Πιάσε ένα ζαίουλο στη γωνία, αραχτό και λάιτ!

Got a better definition? Add it!

Published