Ο πρεζάκιας, ο τοξικοεξαρτημένος, εκ του πρεζαίος -> ζαίος (κομμέ) -> ζέουλο (υποκοριστικό).

Γέμισε ζέουλα το πάρκο.

Got a better definition? Add it!

Published