Ζαβός, -ή, -ό: Παλαβός. Αυτός που κάνει τρέλες ή ο αλλοπρόσαλλος.
Πήγε και πούλησε το μαγαζί του για ένα κομμάτι ψωμί ο ζαβός.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-02-13 09:44:58+00:00 Last modified 2011-08-09 07:27:51+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.