Ζαβός, -ή, -ό: Παλαβός. Αυτός που κάνει τρέλες ή ο αλλοπρόσαλλος.

Πήγε και πούλησε το μαγαζί του για ένα κομμάτι ψωμί ο ζαβός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified