Αυτός που αφοδεύει γρήγορα.

Απαντάται και ως γρηγοροκατρουλής.

Συνώνυμο: γρηγοροκατούρητος
Αντίθετο (με την έννοια αυτού που δεν πάει συχνά στην τουαλέτα, ή που δεν έχει πάει ακόμα, ιδίως στην Κρήτη απαντάται): ακατούρητος.

-Καλά ήρθες κιόλας από την τουαλέτα;
-Ναι, είμαι γρηγοροκατουρλής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified