Άτομο εξαιρετικά βίαιο, έως και νευροψυχωτικό, και με φετίχ για τα πυροβόλα όπλα. Θανατηφόρος συνδυασμός. Κυριολεκτικά. Κυρίως αν κάποιος απιστεύταμπολ του έχει δώσει όπλο.

Γενικότερα, άνθρωπος απρόβλεπτος που χώνεται σε καυγάδες χωρίς να λογαριάζει - πρώτα βαράει και μετά ρωτάει.

Μια ειδικότερη χρήση της λέξης που έχει ατονήσει σχετικά: Ράμπο λέμε και τους εφοριακούς ελεγκτές του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ).

Από τον John Rambo, ρόλο που ενσάρκωσε ο Sylvester Stallone στην γνωστή αμερικλανιά Rambo.

Τον λέγανε στην δουλειά του Ράμπο, και το απολάμβανε.
Παρίστανε τον σκληρό, τον τσαμπουκαλή μπάτσο. (Από το greekblock.blogspot.com)

Νοοτροπία «ράμπο» αποδεικνύεται ότι είχαν οι δύο ειδικοί φρουροί και ιδιαίτερα αυτός που πυροβόλησε με αποτέλεσμα να τραυματίσει θανάσιμα τον 15χρονο στα Εξάρχεια, τόσο από την εκπαίδευσή τους όσο από τον τρόπο που ενήργησαν στο τραγικό συμβάν. (Από το Έθνος, 08/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάθε τύπου σεξουαλικό περιεχόμενο, για να μην καταλαβαίνουν οι μεγαλύτεροι (προέρχεται από την ομώνυμη ταινία Rambo για προφανείς λόγους...)

- Έπ! Τι κανεις εκεί; Πάλι ράμπο βλέπεις;;

(από protnet, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified