Υποκοριστικό του «ανθρώπου»: Ανθρωπάκι - πάκι...
Χρησιμοποιείται για να υποβιβάσουμε κάποιον.
.
Got a better definition? Add it!
Published 2009-05-17 00:45:17+00:00 Last modified 2009-05-17 05:18:43+00:00
Μπορεί να αναφέρεται και σε τριπάκι όμως, κατασκευάζεται από λυσεργικό οξύ, που προέρχεται από ένα είδος μύκητα που βρίσκεται στη σίκαλη και σε άλλα δημητριακά. Ποτισμένο σε χαρτάκι μιας δόσης.
Έφαγα ένα πάκι μαν χτες και μου τα σκάει ακόμα...
Published 2009-01-08 23:17:04+00:00 Last modified 2012-04-06 05:04:31+00:00
Ή αλλιώς πάκι-boy... Αναφέρεται σε άτομα προερχόμενα από το Πακιστάν...
- Τι παρήγγειλες; - 3 πίτσες... - Στα φέρανε κιόλας; - Ναι, ένα πάκι-boy...
βλ. και πακίνι
Published 2008-02-17 18:35:05+00:00 Last modified 2011-10-23 10:37:20+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.