Υποκοριστικό του «ανθρώπου»: Ανθρωπάκι - πάκι...

Χρησιμοποιείται για να υποβιβάσουμε κάποιον.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να αναφέρεται και σε τριπάκι όμως, κατασκευάζεται από λυσεργικό οξύ, που προέρχεται από ένα είδος μύκητα που βρίσκεται στη σίκαλη και σε άλλα δημητριακά. Ποτισμένο σε χαρτάκι μιας δόσης.

Έφαγα ένα πάκι μαν χτες και μου τα σκάει ακόμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς πάκι-boy... Αναφέρεται σε άτομα προερχόμενα από το Πακιστάν...

- Τι παρήγγειλες;
- 3 πίτσες...
- Στα φέρανε κιόλας;
- Ναι, ένα πάκι-boy...

βλ. και πακίνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified