Εμπνευσμένο από το «ντεφορμέ» που χρησιμοποιείται συνήθως στο ποδόσφαιρο, είναι αυτός που σε ξενερώνει σεξουαλικώς.

- Είδα τον Αυτιά σήμερα το πρωί στη τηλεόραση, αλλά ο άνθρωπος είναι πολύ... πώς να το πω...;
- Ντεκαβλέ;
- Μπράβο, αυτό ακριβώς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το γαλλικό ντεφορμέ (= εκτός φόρμας), χρησιμοποιείται για περιόδους όπου κάποιος δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για σεξ.

- Πωω, αυτές τις μέρες τις θέλω όλες... Κοντεύει να μου στρίψει σου λέω!! - Μπα, εγώ ειμαι ντεκαυλέ τώρα τελευταία...

βλ. και ξενερουά, αντισέξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι σεξουαλικά απωθητικός.

- Καλός άνθρωπος αλλά πολύ ντεκαβλέ ρε γαμώτο!

(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified