Ρουφιανεύω / καταδίδω κάποιον.
- Αυτός ο ρουφιάνος ο Βασίλης με έδωσε στεγνά! Είπε στη δικιά μου πως με είδε να χαμουρεύομαι με άλλο γκομενάκι!
Ρουφιανεύω / καταδίδω κάποιον.
- Αυτός ο ρουφιάνος ο Βασίλης με έδωσε στεγνά! Είπε στη δικιά μου πως με είδε να χαμουρεύομαι με άλλο γκομενάκι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified