Όταν κάτι αξίζει τα λεφτά του. Όταν κάποιος είναι ξηγημένος. Γενικότερα χαρακτηρισμός θετικός (μεταφορικά).

1 - Πω πω φίλε, ο τυπάς κάνει τρελά πάρτι με πολλά γκομενάκια...
- Σου τό' πα... Τίμιος!

  1. - Ευτυχώς με βοήθησε ο Γιώργος και πέρασα το μάθημα. - Τίμιος Μπακαλιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιήθηκε ευρέως από παρέα φοιτητών στην Πάτρα. Σε καμένες περιόδους.

  1. Τίμιος Κύπριος, από το Αγρίνιο.
  2. Τίμιος ο ξάδερφος, του πήραν το αμάξι (τίμιο parking) και πήγε για απόδραση (τίμια απόδραση).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified