Σουρουκλεμές και αντίστοιχα σουρτούκης (και σουρτούκα ή σουρτούκω) σημαίνουν τον αλάνη, τον ρεμπέτη και είναι λέξεις τουρκικές που έχουν μείνει στο ελληνικό λεξιλόγιο θυμίζοντας σε μερικούς από μας τις ρίζες μας από την Μ. Ασία και σε όλους μας 400 χρόνια σκλαβιάς αφήνοντάς μας πολλά κατάλοιπα, όχι μόνο γλωσσικά.

Ισχύουν τα παραδείγματα στα αντίστοιχα λήμματα

«Μές στου Τσυγγρού τη φυλακή» με τον Αντώνη Νταλγκά, στο 2:35. (από vikar, 09/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαϊβάνι, ο «ό,τι να 'ναις».

Πού είσαι ρε σουρουκλεμέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified